κείρει

κείρει
κείρω
kṛṇā´ti
aor subj act 3rd sg (epic)
κείρω
kṛṇā´ti
pres ind mp 2nd sg
κείρω
kṛṇā´ti
pres ind act 3rd sg
κεῖρις
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
κείρεϊ , κεῖρις
fem dat sg (epic)
κεῖρις
fem dat sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επικείρω — ἐπικείρω (Α) 1. κόβω, αποκόπτω 2. κατακόπτω («πρώτας ἐπέκερσε φάλαγγας», Ομ. Ιλ.) 3. παρεμβάλλω εμπόδια, παρεμποδίζω, ματαιώνω («μάχης ἐπὶ μήδεα κείρει», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κείρω «κόβω, καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

  • επισπεύδω — (AM ἐπισπεύδω) [σπεύδω] ενεργώ ώστε να γίνει κάτι σε συντομότερο χρόνο («επισπεύδει την αναχώρηση», «επισπεύδει την ψήφιση τού νόμου», «ἐπισπεύδων τὸ δρᾶν», Σοφ.) αρχ. 1. παροτρύνω, προτρέπω («οὐκ ἀποτρέπειν, ἀλλ’ ἐπισπεύδειν τὴν στρατείαν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”